- πολυειδής
- -ές, ΝΜΑαυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές(για χρώματα) η πολυειδία*2. φρ. α) «πολυειδῆ φθέγγομαι» — βγάζω ποικίλες φωνέςβ. «πολυειδὴς τροχίσκος» — ονομασία παστίλιας.επίρρ...πολυειδώς / πολυειδῶς ΝΜΑποικιλοτρόπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -είδης*].
Dictionary of Greek. 2013.